top of page

Η ομιλία του Γιώργου Παπαγρηγοράκη

στα εγκαίνια της φωτογραφικής έκθεσης

του Κώστα Μπαλάφα στα Χανιά

(Παρασκευή, 04 Μαρτίου 2016, πύλη Sabbionara)

 

Κυρίες και κύριοι,

 

Ως μέλος του πολιτιστικού συλλόγου «Φίλοι των Γραμμάτων και των Τεχνών» και εκ μέρους του Συλλόγου μας σας καλωσορίζουμε και σας ευχαριστούμε, που παρευρίσκεστε στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας του Κώστα Μπαλάφα με τίτλο «Φωτογραφίζοντας το Αντάρτικο στην Ήπειρο( 1941-1944)».

 

Ο πολιτιστικός μας σύλλογος λειτουργεί από το 2011 στα Χανιά της Κρήτης. Επανασυστάθηκε το 2015. Στόχος και του νέου μας συλλόγου  είναι να φέρει σε επαφή τους εργαζόμενους και τη νεολαία της πόλης μας με τους θησαυρούς της προοδευτικής δημιουργίας, τόσο της καλλιτεχνικής όσο και της επιστημονικής, συγκροτώντας μια ποιοτική-ελκυστική πρόταση για την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου σε αντίθεση με τη χυδαία εμπορευματοποίηση των πάντων και τον πολιτιστικό ολοκληρωτισμό. Απώτερος σκοπός του είναι να προβάλλει το έργο παλιών και νέων καλλιτεχνών και επιστημόνων που έχουν επιλέξει να βάλλουν το δικό τους λιθαράκι στον πολιτισμό των «απόκληρων αυτής της κοινωνίας», στους οποίους βέβαια ανήκει το μέλλον. Ανομολόγητη, τέλος, είναι η επιθυμία  όλων όσοι συμμετέχουμε σ' αυτό το «ωραίο ταξίδι» να γίνει η σπίθα που ανάψαμε πριν πέντε χρόνια στα Χανιά παράδειγμα πολιτιστικής παρέμβασης και σε άλλες πόλεις.

 

Βέβαια ευχαριστούμε το Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη και την εφημερίδα Χανιώτικα Νέα για την αμέριστη υποστήριξη που μας προσέφεραν και σε αυτή τη συνδιοργάνωση , όπως και στην έκθεση φωτογραφίας της Βούλας Παπαϊωάννου  που την επισκέφθηκαν  3000 περίπου άνθρωποι, και που χωρίς αυτή τη βοήθεια που δεν είναι βέβαια μόνο οικονομική, ίσως να μην μπορούσαμε να οργανώσουμε τη σημερινή έκθεση με τα πενιχρά μέσα που διαθέτουμε.

 

Ευχαριστούμε επίσης το ΚΕΠΕΔΗΧ ΚΑΜ για την παραχώρηση (έστω και) αυτής της αίθουσας.

 

Στη σημερινή έκθεση υπάρχει μια φωτογραφία από τη λαϊκή σκηνή του Γιώργου Κοτζιούλα το 1944 και εδώ τίθεται το δίλημμα των πολιτιστικών επιλογών, από τη μια η λαϊκή απαίτηση για αντίσταση και γνήσιο πολιτισμό και από την άλλη ο πολιτισμός του τσα- τσα και της ρούμπας. Η επιλογή πάντοτε δική μας.

 

Ευχαριστούμε  θερμά  το Μουσείο Μπενάκη το οποίο μας εμπιστεύτηκε το ανεκτίμητο φωτογραφικό έργο του Μπαλάφα που έχει στην κατοχή του και που χωρίς αυτό η έκθεση θα ήταν χωρίς αντίκρισμα.

 

Ευχαριστούμε τέλος και τα μέλη  μας που  χωρίς τη βοήθεια και τη στήριξη τους αυτή η έκθεση δε θα μπορούσε να έχει στηθεί.

 

Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε στην ορεινή Χώσεψη(Κυψέλη) σήμερα της Άρτας από φτωχούς αγρότες γονείς το Γιώργο και την Αρχοντούλα. Την περιοχή βασάνιζε πέρα από τη φτώχια και ο ξεριζωμός και ο ίδιος ο Μπαλάφας ξενιτεύτηκε για λόγους βιοπορισμού μόλις τέλειωσε το Δημοτικό. Στην Αθήνα που έφτασε έπιασε δουλειά σ' ένα γαλακτοπωλείο ενός  συμπατριώτη του. Εκεί έκανε  τη πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία κουβαλώντας (αγγαρεία) ένα κουτί Brownie  της Kodak  και «όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί  με μάγεψε ..»,  εκεί εργάστηκε έως το 1936  οπότε πήγε για σπουδές στη Γαλακτοκομική σχολή Ιωαννίνων.

 

«Στο χώρο της φωτογραφίας  μπήκα γύρω στα 1938 εδώ στα Γιάννενα με δάσκαλο τον Απόστολο Πανταζίδη,  έναν φωτισμένο καλλιτέχνη και καταρτισμένο  φωτογράφο», θα πει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα.

 

Όταν σπούδαζε κατάφερε να αγοράσει μια Junior Kodak με 7,7 φακό, πουλώντας το ρολόι του για να συμπληρώσει το ποσό.

 

Μετά την αποφοίτηση του, συνέχισε για ένα χρόνο σπουδές στην Ιταλία και έμαθε ιταλικά. Στην Ιταλία αντικατέστησε την μηχανή του με μια Robot 7.

 

Το 1939 επέστρεψε στα Γιάννενα και διορίστηκε έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτοκομική σχολή, όπου και τον βρήκε ο πόλεμος και η Κατοχή.

 

«Με τη Robot και μ’ ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό,… φωτογράφισα τον αγώνα» λέει ο ίδιος. Το φιλμ που λέει, προέρχονταν από την κατάρριψη ενός ιταλικού αεροσκάφους στα Γιάννενα, επρόκειτο για φιλμ Ferrania  Capelli, πού αποκτήθηκε με μερικές οκάδες καλαμποκάλευρο και γεμίζοντας με κομματάκια του μπομπίνες, φωτογράφιζε. Τις φωτογραφίες, τις εμφανίζει μέσα σε μια μικρή παράγκα και τυπώνει κρυφά.

 

Δεν υπήρξε επαγγελματίας φωτορεπόρτερ και δε βρέθηκε τυχαία στο μέτωπο. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην 6η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ως τυφεκιοφόρος του 85ου συντάγματος και παράτολμος φωτογράφος. Στο βουνό συνάντησε ανθρώπους: «που στερούνταν τα πάντα ακόμα και το ψωμί. Οι πιο πολλοί ξυπόλητοι, μόνιμα ψειριασμένοι αλλά με τη μεγάλη απόφαση για να πεθάνουν για τη λευτεριά».

 

Γενναίοι δεν ήταν μόνο οι συμπολεμιστές του, μα και ο ίδιος είχε παράτολμο χαρακτήρα και οι πράξεις του χαρακτηρίζονταν από γενναιότητα που αποδείχνεται με αυτά που αιχμαλώτιζε στο φακό του: φοβερά εγκλήματα και σκηνές  μπροστά στους Ιταλογερμανούς κατακτητές, με άμεσο κίνδυνο εκτέλεσης του. Αδιάψευστος μάρτυρας της ιδιοσυγκρασίας και της εφευρετικότητας του, είναι η φωτογράφιση των άψυχων σωμάτων των πατριωτών Τόδουλου και Φαρίδη, αιωρούμενα ανάμεσα σε δυο πλατάνια της λίμνης των Ιωαννίνων, το Μάρτη το 1944, όπως και η φωτογράφιση του οπλοπολυβολητή αντάρτη, την ώρα που με το όπλο στα χέρια  έπεφτε χτυπημένος από σφαίρα σε γερμανική παγίδα στα Γραμμενοχώρια.

 

Μετά την ηρωική Αντίσταση ήρθε ο Εμφύλιος, μετά η καταφρόνια, οι εξορίες, οι εκτελέσεις, το μίσος, τα φακελώματα, τα κομμένα κεφάλια κρεμασμένα στους κεντρικούς φανοστάτες. Ολάκερη αυτή την περίοδο, ο Κώστας Μπαλάφας, βρισκόταν σε εγρήγορση κι ετοιμότητα να περισώσει με κάθε θυσία το έργο του. Έτσι η σημαντική αυτή μαρτυρία έγινε ευρέως γνωστή το 1991, όταν εξέδωσε ο ίδιος στα Γιάννενα με δική του δαπάνη το λεύκωμα – βιβλίο «Κώστας Μπαλάφας: Το αντάρτικο στην Ήπειρο, ασπρόμαυρες φωτογραφίες 1940-1944.», εμπλουτισμένο με αυτούσιες δραματικές αφηγήσεις του ίδιου και πρόλογο του Σπύρου Μελετζή.

 

Λέει ο ίδιος: « Θέλω να δώσω ένα γνήσιο ντοκουμέντο καταχωρημένο σε εικόνα με τον αμείλικτο ρεαλισμό του φωτογραφικού φακού, όπως τον είδα και τον κατέγραψα με τη φωτογραφική μου μηχανή. Νιώθω χρέος για ένα μνημόσυνο των παλικαριών που βαριοκοιμούνται στις βουνοπλαγιές και στα διάσελα άψαλτοι κι αμνημόνευτοι σε πρόχειρους τάφους, χωρίς όνομα και σταυρό σημαδεμένους μόνο με κύκλους και πέτρες που αράδιασαν με πόνο οι συναγωνιστές τους για να θυμούνται τον τόπο που τους έθαψαν εκεί, κοντά στο μετερίζι που κρατούσαν ζωντανοί, μην τύχει και τους πατήσουν από λάθος οι περαστικοί…»

 

Ευχαριστώ

bottom of page